- απανεμιά
- ηέλλειψη άνεμου: Στο μέρος που είχαν φτάσει ήταν μεγάλη απανεμιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απανεμιά — η (Μ ἀπανεμία) κ. νέμι, το [ανεμία] έλλειψη ανέμου, νηνεμία, γαλήνη νεοελλ. τόπος που δεν προσβάλλεται από άνεμο, υπήνεμος τόπος … Dictionary of Greek
ἀπανεμίας — ἀπανεμίᾱς , ἀπανεμία shelter from wind fem acc pl ἀπανεμίᾱς , ἀπανεμία shelter from wind fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανεμίαν — ἀπανεμίᾱν , ἀπανεμία shelter from wind fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηνεμία — ἡ, Μ [ὑπήνεμος] το να είναι απάνεμο κάποιο μέρος, η απανεμιά … Dictionary of Greek
Μαραγκός, Νίκος — (Φιλιατρά Μεσσηνίας 1917 –). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο για δύο χρόνια, αλλά διέκοψε τις σπουδές του εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με τις εφημερίδες… … Dictionary of Greek